- συγκαθέψω
- συγκαθ-έψω,A boil down with,
τί τινι Dsc.2.107
:—[voice] Pass., Id.1.128, Eup.2.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τί τινι Dsc.2.107
:—[voice] Pass., Id.1.128, Eup.2.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαθέψω — Α βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθέψω «βράζω κάτι καλά»] … Dictionary of Greek